Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Ισότητα και ανισότητα στην ελληνική εκπαίδευση

Ισότητα και ανισότητα στην ελληνική εκπαίδευση



 

Του Παντελή Κωνσταντινάκου*

Η φιλοσοφία της εκπαίδευσης αντανακλά την πολιτισμική διάσταση της ισότιμης μόρφωσης των πολιτών κάθε κοινωνίας, ανεξάρτητα από περιορισμούς και ανισότητες οποιασδήποτε μορφής και προέλευσης. Στα σχολεία μέσω της εκπαίδευσης διαμορφώνεται η αγωγή των νέων η οποία αποβλέπει αφ” ενός στην ανάπτυξη των σωματικών, πνευματικών και ηθικών δυνάμεών τους και αφ” ετέρου στην καλλιέργεια αισθήματος σεβασμού προς τον άνθρωπο, τα επιτεύγματα και τα δικαιώματά του. Ετσι λοιπόν η εκπαίδευση είναι συνδεδεμένη με τις δομές και λειτουργίες της κοινωνίας, γι” αυτό θα πρέπει να αναζητούνται οι μεταξύ τους αναγκαίες συνθήκες ισορροπίας (Φραγκουδάκη, 1985). Η θέση που θα αποκτήσει κάθε νέος/α στην κοινωνική πυραμίδα, είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της καταγωγής τους αλλά κυρίως της μορφωτικής–πολιτισμικής τους εξέλιξης. Γιατί η εκπαίδευση, ως κοινωνικοποιητικός θεσμός, διαμεσολαβεί στη μετάδοση κωδίκων επικοινωνίας και συμπεριφοράς στις νεότερες γενιές, διαμορφώνοντας συγχρόνως το μέσο με το οποίο η κοινωνία τούς ελέγχει (Παπαδημητρίου, 1996). Σίγουρα, η εκπαίδευση είναι μια ενέργεια της ίδιας της κοινωνίας καθώς οι σκοποί και οι στόχοι της πρώτης αντικατοπτρίζουν ανάλογους σκοπούς και στόχους της δεύτερης.

Σε μεγάλο βαθμό οι σκοποί της καθορίζονται από τις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές δυναμικές, με αποτέλεσμα η εκπαίδευση να καλείται να υπηρετήσει την αναπαραγωγή και τη διατήρηση της σταθερότητας των κοινωνικών σχέσεων κυριαρχίας που υπάρχουν (Henecka, μετ. Κακαλέτρης, 1989). Μέσα λοιπόν από ένα σύστημα πολιτικά και οικονομικά ελεγχόμενο στον χώρο της εκπαίδευσης, μπορεί να οριοθετηθούν οι όροι και οι τρόποι της «σχολικής και πολιτισμικής αριστείας των εκλεκτών της» (Bourdieu, Passeron, μετ. Παναγιωτόπουλος, 1996). Στην εκπαίδευση πρέπει να παρέχονται όλα τα αναγκαία εφόδια στους μαθητές/τριες και να αντιμετωπίζονται «ισότιμα», χωρίς διακρίσεις από την καταγωγή, τη φυλή, το φύλο και την πολιτισμική τους αναφορά. Το αγαθό της «ισοτιμίας» όπως δείχνουν οι μελέτες ακόμη και σήμερα φαντάζει ουτοπία, αφού για ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών η περιθωριοποίηση και η εγκατάλειψη του σχολείου λόγω κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων είναι ακόμα σημαντικό πρόβλημα στην πατρίδα μας (Κάτσικας, 2013).

Η ελληνική οικογένεια, ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος, προσπαθεί να δώσει εκπαιδευτικό προσανατολισμό στα παιδιά της, αφ” ενός για να εκπληρώσει δικές της χαμένες προσδοκίες και αφ” ετέρου γιατί καταλαβαίνει ότι το επίπεδο μόρφωσης είναι βασικός παράγοντας επαγγελματικής και κοινωνικής προόδου (Παπαμιχαήλ, 1987). Χρέος της πολιτείας και του σχολείου είναι να αναβαθμίζει με το αναγκαίο πολιτισμικό κεφάλαιο όλους τους νέους, μέσω του οποίου θα μπορούν να εξισορροπούν ενδογενείς και εξωγενείς πιέσεις, οι οποίες μεγεθύνουν σ’ αυτούς τις ανισότητες της στρωματικής προέλευσής τους, με αποτέλεσμα τη σχολική και κοινωνική αποτυχία (Παπαδημητρίου, 1996). Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτή η ισορροπία, ποιος έχει την ευθύνη διαμόρφωσής της, γιατί δεν αναζητούνται οι αιτίες και οι παράγοντες που αποτρέπουν αυτό το αποτέλεσμα, είναι λίγα από τα βασικά ερωτήματα που ζητούν θεσμικές απαντήσεις.

Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό σχολείο από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα δεν έδωσαν λύσεις, γιατί πάντα εστίαζαν στα προγράμματα και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης, αφήνοντας αμέτοχο το «ανθρώπινο κεφάλαιο» της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η αναφορά στην αξιολόγηση ως η «λύση» στο πρόβλημα της εκπαίδευσης, αν και αναγκαίος διττός μηχανισμός της μορφωτικής λειτουργίας, θα πρέπει να προσαρμοστεί στις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες και όχι να χρησιμοποιείται για τη διατήρηση και αναπαραγωγή αυτών. Το σχολείο πρέπει να αποτελέσει τον χώρο καλλιέργειας της δημιουργικής πολιτισμικής αναφοράς για τη νέα γενιά, έτσι ώστε με τα αναγκαία εφόδια, ισότιμα και δίκαια να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του μέλλοντος (Πατινιώτης, 2007). Η ελληνική πολιτεία έχει υποχρέωση ειδικότερα σε περιόδους κοινωνικής και οικονομικής κρίσης να στηρίξει τους «μειονεκτούντες», αφού το «μορφωτικό τους κεφάλαιο» δεν επαρκεί για μια ισότιμη και δίκαιη συμμετοχή στο πλαίσιο της εκπαίδευσης και της αγωγής.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………

*Αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου